- φυσιολάτρης
- οθηλ. -ισσα αυτός που λατρεύει τη φύση, που του αρέσει η φυσική ζωή, η διαμονή στο ύπαιθρο, οι εκδρομές κτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσιολάτρης — ο, θηλ. φυσιολάτρισσα, Ν αυτός που αγαπά τη φύση και χαίρεται να ζει σύμφωνα με τη φύση και μέσα στη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (βλ. λ. φύση) + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φυσιολάτραι, μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Λεβαδέα] … Dictionary of Greek
φυσιολατρία — και φυσιολατρεία, η, Ν αγάπη για τη φύση, για τη ζωή μέσα στη φύση, στο ύπαιθρο, για τη ζωή σύμφωνα με τη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολάτρης. Ο παλαιότ. τ. φυσιολατρεία (< φυσιο [βλ. λ. φύση] + λατρεία) μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
ξενώνας νεότητας — Κέντρο διανυκτέρευσης και ανάπαυσης για νέους με διαφορετική προέλευση, φυλή και εθνικότητα, οι οποίοι ταξιδεύουν για αναψυχή, μελέτη ή για αθλητικούς σκοπούς. Ο ξενώνας βρίσκεται υπό την επίβλεψη μιας οικογένειας και είναι οργανωμένος κατά τον… … Dictionary of Greek
Φωτιάδης, Αλέκος — (Σμύρνη 1870 – Αθήνα 1943). Ποιητής του ελληνισμού της Ιωνίας που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Έργα του: Ανοιχτά μυστικά (1909) και Μύθοι (1938), μετάφραση της τραγωδίας Ιφιγένεια η εν Αυλίδι του Ευριπίδη κ.ά. Τα… … Dictionary of Greek